μουρούνα

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source

Greek Monolingual

η (Μ μουρήνα)
το είδος morrhua ή callarias που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στο γένος ψαριών Gadus, αλλ. μπακαλιάρος
νεοελλ.
φρ. «έλαιο μουρούνας» — το μουρουνέλαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το μσν. μουρήνα < λατ. murina ή, κατ' άλλους, < βεν. moruna. Η λ. έχει συσχετιστεί επίσης με η λ. μύραινα «είδος ψαριού». Ο τ. μουρούνα < νεολατ. morrhua < μσν. λατ. morua].