Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μπλε

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück

Menander, Monostichoi, 255

Greek Monolingual

ο, η, το
άκλ.
1. κυανός, σκούρος γαλάζιος, μπλάβος
2. (το ουδ.) το μπλε
το κυανό, το βαθυγάλαζο χρώμα
3. φρ. «τον έκανε μπλε στο ξύλο» ή «τον έκανε μπλε από το ξύλο» — τον έδειρε πολύ, τὸν μελάνιασε στο ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bleu < φραγκικό blao].