μπατάλης
From LSJ
περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts
Greek Monolingual
ο, θηλ. -άλισσα και -άλα, ουδ. -ικο
1. (για πρόσωπα) υπερβολικά μεγαλόσωμος, πλαδαρός, άκομψος, άχαρος και δυσκίνητος
3. (για πράγματα) χονδροειδής, κακότεχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. battal].