μπατάλης
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
Greek Monolingual
ο, θηλ. -άλισσα και -άλα, ουδ. -ικο
1. (για πρόσωπα) υπερβολικά μεγαλόσωμος, πλαδαρός, άκομψος, άχαρος και δυσκίνητος
3. (για πράγματα) χονδροειδής, κακότεχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. battal].