μυκτηριάζω
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
μυκτηρι-ασμός, μυκτηρι-αστής,
A = μυκτηρίζω, -ισμός, -ιστής, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
μυκτηριάζω: ἀντὶ μυκτηρίζω, Δοσιθ. Γλωσσ. ἐν Valck. Opusc. τ. 1, σ. 239.
Greek Monolingual
μυκτηριάζω (Α)
βλ. μυκτηρίζω.