μυκτηριάζω

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυκτηριάζω Medium diacritics: μυκτηριάζω Low diacritics: μυκτηριάζω Capitals: ΜΥΚΤΗΡΙΑΖΩ
Transliteration A: myktēriázō Transliteration B: myktēriazō Transliteration C: myktiriazo Beta Code: mukthria/zw

English (LSJ)

μυκτηριασμός, μυκτηριαστής, = μυκτηρίζω, -ισμός, -ιστής, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

μυκτηριάζω: ἀντὶ μυκτηρίζω, Δοσιθ. Γλωσσ. ἐν Valck. Opusc. τ. 1, σ. 239.

Greek Monolingual

μυκτηριάζω (Α)
βλ. μυκτηρίζω.