μυκητώδης
From LSJ
Greek Monolingual
-ες
1. αυτός που οφείλεται σε μύκητες («μυκητώδης στοματίτιδα» — στοματίτιδα που χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη στον βλεννογόνο του στόματος και του φάρυγγα λευκωπών πλακών οι οποίες σχηματίζονται από τον μύκητα endomyces candida ή saccharomyces albicans)
2. αυτός που μοιάζει με μύκητα, μυκητοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύκης, -ητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιω. Ορλάνδο].