στοματίτιδα

From LSJ

πᾶσι τοῖς ἐσχάτοις ζημιοῦσθαι → be punished by all the most extreme penalties

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. (ιατρ.-κτην.) φλεγμονή του βλεννογόνου του στόματος
2. φρ. α) «ερυθηματώδης καταρροϊκή στοματίτιδα» — στοματίτιδα που εκδηλώνεται με ερυθρότητα και, συχνά, με απολέπιση τών επιπολής στιβάδων του βλεννογόνου
β) «πολτώδης στοματίτιδα» — στοματίτιδα με πυώδες επίχρισμα
γ) «ψευδομεμβρανώδης στοματίτιδα» — στοματίτιδα που συνοδεύεται από οροϊνώδες εξίδρωμα το οποίο σχηματίζει ψευδομεμβράνη
δ) «ελκώδης στοματίτιδα» — σχηματισμός εξελκώσεων, κυρίως γύρω από τερηδονισμένα δόντια, λόγω νεκρώσεως του βλεννογόνου και του υποβλεννογόνιου ιστού
ε) «γαγγραινώδης στοματίτιδα» — στοματίτιδα που εμφανίζεται όταν η γενική κατάσταση του ασθενούς είναι πολύ κακή και τα παθογόνα μικρόβια ιδιαιτέρως λοιμογόνα
στ) «αφθώδης στοματίτιδα» — εμφάνιση φυσαλίδων και πομφολύγων στο στόμα
ζ) «βακτηριακή στοματίτιδα»
(κτην.) επιμόλυνση σε βλάβες που έχουν προκληθεί από ιούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stomatitis (< στόμα, -ατος + -ίτιδα). Η λ., στον λόγιο τ. στοματῖτις, μαρτυρείται από το 1854 στον Θ. Αφεντούλη].