δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
τοανατ. το μυομερίδιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myocomma (< μυς, μυός «όργανο του σώματος» + κόμμα < κόπτω)].