μυρρινάκανθος

Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

[ᾰκ], ὁ,

   A = μυρσίνη ἀγρία, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

μυρρῐνάκανθος: ἡ ἀκανθώδης μύρτος, ruscus aculeatus, Γλωσσ.˙ - ὡσαύτως κεντρομυρρίνη καὶ ὀξυμυρρίνη, Λακων. μυρταλίς. 2) = μυρρίς, Διοσκ. Δ. 116 (ἐκ τῶν νόθων).

Greek Monolingual

μυρρινάκανθος, ἡ (Α)
ακανθώδης μύρτος, η άγρια μυρσίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρρίνη + ἄκανθος.