μυτίλος

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 223] ὁ, eine eßbare Muschel, das lat. mytilus, lat. Wort, bei Ath. III, 85 e μίτλος oder μύτλος, als römischer Name für τελλίνα.

Greek (Liddell-Scott)

μυτίλος: ὁ, (μῦς) θαλάσσιον ὄστρεον, «μύδι», ληφθὲν ἐκ τοῦ Λατινικοῦ mytilus, ἴδε Ἀθήν. 85Ε.

Greek Monolingual

ο (Α μυτίλος)
ζωολ. είδος δίθυρου θαλάσσιου εδώδιμου μαλακίου, μυτίλος ο εδώδιμος ή μύαξ, κν. μύδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mytilus].