μυτίλος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 223] ὁ, eine eßbare Muschel, das lat. mytilus, lat. Wort, bei Ath. III, 85 e μίτλος oder μύτλος, als römischer Name für τελλίνα.
Greek (Liddell-Scott)
μυτίλος: ὁ, (μῦς) θαλάσσιον ὄστρεον, «μύδι», ληφθὲν ἐκ τοῦ Λατινικοῦ mytilus, ἴδε Ἀθήν. 85Ε.
Greek Monolingual
ο (Α μυτίλος)
ζωολ. είδος δίθυρου θαλάσσιου εδώδιμου μαλακίου, μυτίλος ο εδώδιμος ή μύαξ, κν. μύδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mytilus].