ναοφόρος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 228] den Tempel tragend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
νᾱοφόρος: -ον, ὁ φέρων ἐν ἑαυτῷ ναόν, δηλ. ὁ ὢν καθ’ ἑαυτὸν ναός, κατὰ τὸ θεοφόρος, κτλ., Ἰγνάτ. πρὸς Ἐφεσ. 9· ἴδε Coteler. ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
ναοφόρος, -ον (Α)
αυτός που φέρει ναό μέσα του ή αυτός που είναι ο ίδιος ναός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + -φόρος].