νέαση

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

η (Α νέασις και νέανσις) [νεώ (Ι)]
η ανανέωση, η καλλιέργεια νέας, δηλ. χέρσας γης που ανασκάφηκε, που οργώθηκε ήδη με άροτρο ή με δικέλλα, κν. νιάσιμο.