χρόνος
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
ὁ,
A time, Hom. (v. infr.), etc.: dist. fr. καιρός, D.59.35, cf. Ammon.Diff.p.79 V.; τῶν δὲ πεπραγμένων ἀποίητον οὐδ' ἂν χ. δύναιτο θέμεν τέλος P.O.2.17; μυρίος χ. Id.I.5(4).28, S.OC618; μακρὸς κἀναρίθμητος χ. Id.Aj.646; ὁ πᾶς χ. Pi.P.1.46, cf. A.Eu.484; πρόπας χ. ib.898; ἐς τὸ πᾶν χρόνου ib.670; but in Prose, τοῦ χ. τὸν πλεῖστον Th.1.30, cf. Isoc.9.41; τὸν πρῶτον τοῦ χ. X.Lac.1.5; τὸν δι' αἰῶνος χ. A.Ag.554; χρόνου πολλοῦ δέονται take a long time, X. Smp.2.4, etc.; δότε τι τῷ χ. Antipho 5.86. b time in the abstract, ἀμερὴς χ. Timo 76; τριμερής S.E.M.10.197, cf. Plu.2.153b; defined by Zeno Stoic.1.26, Apollod. ib.3.260. 2 a definite time, period, δεκέτης, τρίμηνος, S.Ph.715 (lyr.), Tr.164; χ. βίου, ἥβης χ., E.Alc. 670, El.20; πολὺν ἀριθμὸν χρόνου γεγονότες Aeschin.1.49: pl., of points or periods of time, τοῖς χ. ἀκριβῶς with chronological accuracy, Th.1.97; τοῖς χ. by the dates, Isoc.11.36; μετενεγκόντα τοὺς χ. altering the dates, D.18.225; μακρῶν καὶ πολλῶν χρόνων Pl.Lg.798b; τεσσαράκοντα χρόνους ἐνιαυτῶν IG5(1).728.7 (Sparta), cf. 14.1747.3 (Rome); χρόνων μῆκος (dub., leg. χρόνου) Chor.35.51 p.403 F.-R. b date, term of payment due, Leg.Gort.1.10, al. c year, Ἑλληνικά 1.233 (Rhamnus, i B. C.), PLond.2.417.14 (iv A. D.), App.Anth.6.154.1 (leg. εἷς ἔτι), Ps.-Ptol.Centil.24, cf. EM 254.13. d equatorial degree, Ptol.Tetr.44, Paul.Al.A.2, al., Cat.Cod.Astr.5(1).240. 3 Special phrases: a acc., χρόνον for a while, for a long or short time, Od.4.599, 6.295, Hdt.1.175, 7.223, etc.; πολὺν χρόνον for a long time, Od.11.161; δηρὸν χ. Il.14.206; οὐκ ὀλίγον χ. 19.157; τοῦτον τὸν χ. Hdt.1.75; ἐς τὸν αἰὲν χ. for ever, E.Or.207 (lyr.); οὐ πολὺς χ. ἐξ οὗ . . Pl.R.452c; παλαιὸς ἀφ' οὗ χρόνος S.Aj.600 (lyr.); ἦν χρόνος ἐν ᾧ... or ὅτε... Linusap.D.L.Prooem.4, Critias 25.1 D.; ἕνα χ. once for all, Il.15.511. b gen., χρόνου περιιόντος as time came round, Hdt. 4.155; so χ. ἐπιγενομένου, διεξελθόντος, προβαίνοντος, Id.1.28, 2.52, 3.53; χρόνου γενομένου after a time, D.S.20.109; ὀλίγου χρόνου in a short time, Hdt.3.134; πολλοῦ . . οὐχ ἑόρακά πω χρόνου Ar. Pl.98; οὐ μακροῦ χ., τοῦ λοιποῦ χ., S.El.478 (lyr.), 817; βαιοῦ κοὐχὶ μυρίου χ. Id.OC397; ποίου χρόνου; A.Ag.278; πόσου χ.; after how long? Ar.Ach.83. c dat., χρόνῳ in process of time, Xenoph.18, Hdt.1.80, 176, al.: freq. in Trag., as A.Ag.126,463, Ch.650 (all lyr.); also χρόνῳ κοτέ Hdt.9.62; τῷ χ. ποτέ Ar.Nu.865; χρόνῳ, χρόνοις ὕστερον, long after, Th.1.8, Lys.3.39; οὐ χρόνῳ immediately, Ps.Democr.Alch.p.49B.: also c. Art., τῷ χ. Ar.Nu.66, 1242. d ὁ ἄλλος χ., in Att., of past time, D.20.16, ὁ λοιπὸς χ., of future, v. λοιπός 3; so χ. ἐφέρπων, ἐπαντέλλων, μέλλων, Pi.O.6.97, 8.28, 10(11).7; also κατὰ χ. ἱκνούμενον or κατὰ χ. <τὸν> ἱ. at a later (or the fitting) time, Ant.Lib.27.4 (cf. ἱκνέομαι 111.2). 4 with Preps.:—ἀνὰ χρόνον in course of time, after a time, Hdt.1.173, 2.151, 5.27, al. b ἀφ' οὗ χρόνου from such time as... X.Cyr.1.2.13. c διὰ χρόνου after a time, after an interval, S.Ph.758, Ar.Lys.904, Pl.1055, Th.2.94; διὰ χρόνου πολλοῦ Hdt.3.27; διὰ π. χ. Ar.V.1476; διὰ μακρῶν χρόνων Pl.Ti.22d: but χρόνος . . διὰ χρόνου προὔβαινέ μοι means one space of time after another, day after day, S.Ph.285. d ἐκ πολλοῦ τευ χ. a long time since, long ago, Hdt.2.58. e ἐν χρόνῳ, like χρόνῳ, in course of time, at length, A.Eu.1000 (lyr.); for a long time, Pl.Phdr.278d; ἐν πολλῷ χρόνῳ ib.228a; ἐν χρόνοισι perh. formerly, [Emp.]Sphaer.108 (leg. Κάρπιμος). f ἐντὸς χρόνου within a certain time, Hdt.8.104. g ἐπὶ χρόνον for a time, for a while, Il.2.299, Od.14.193, Hdt.1.116; πολλὸν ἐπὶ χ. Od.12.407; χρόνον ἐπὶ μακρόν Hdt.1.81; παυρίδιον or παῦρον ἐπὶ χ., Hes.Op.133, 326. h ἐς χρόνον hereafter, Hdt.3.72, 9.89. i μετὰ χρόνον after a time, Id.2.52, etc.; μέχρι τοῦ αὐτοῦ χ. up to the same time, Th.1.13. k πρὸ τοῦ καθήκοντος χ. Aeschin.3.126; so τοῦ χρόνου πρόσθεν S.Ant.461. l σὺν (ξὺν) χρόνῳ, like χρόνῳ or διὰ χρόνου, A.Ag.1378, Eu.555 (lyr.). m ὑπὸ χρόνου by lapse of time, Th. 1.21: but ὑπὸ αὐτὸν τὸν χ. about the same time, Hdt.7.165, cf. Th.1.100 (pl.). II lifetime, age, ὁ μακρὸς ἀνθρώπων χρόνος S.Ph. 306; χρόνῳ παλαιοί Id.OC112; χρόνῳ μείων ib.374; τοσόσδε τῷ χ. so far gone in years, Pl.Ax.365b; χρόνῳ βραδύς S.OC875. III season or portion of the year, περιγράψαι τοῦ ἔτους χρόνον X.Mem.1.4.12. IV delay, οὐδ' ἐποίησαν (fort. ἐνεποίησαν) χ. οὐδένα D.19.163; χρόνον δ' αἱ νύκτες ἔχοντι linger, Theoc.21.25; χρόνους ἐμποιεῖν to interpose delays, D.23.93. V Gramm., 1 tense of a verb, D.H.Th.24, A.D.Adv.123.17, D.T.638.3. 2 time or quantity of a syllable, Longin.39.4, A.D.Synt.130.4, al.: βραχὺς χ. a short syllable, ib.309.23; of the augment, ib.237.10. 3 in Rhythmic and Music, time, διαιρεῖται ὁ χ. ὑπὸ τῶν ῥυθμιζομένων Aristox.Rhyth.p.79 W., etc.; ὁ πρῶτος [χ.] time-unit, ibid., Aristid. Quint.1.14, etc.; χρόνος κενός ib.18: freq. in pl., λέξις εἰς χρόνους τεθεῖσα διαφέροντας Aristox.Rhyth.p.77 W., cf. Anon.Rhythm.Oxy. 9ii6; [μέτρα] προχωρεῖ ἕως λ χρόνων Aristid.Quint.1.23.