μώμαι

From LSJ
Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source

Greek Monolingual

μῶμαι, -άομαι (Α)
(ποιητ. τ. του μαίομαι)
1. ποθώ, επιζητώ
2. μελετώ, έχω σκοπό, προτίθεμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει πιθ. την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα ( mō-) της ΙΕ ρίζας me- «επιθυμώ σφοδρά» και συνδέεται με τα ρ. μαίομαι και μαιμῶ, -άω «επιθυμώ, λαχταρώ»].