μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
μῶμαι, -άομαι (Α)
(ποιητ. τ. του μαίομαι)
1. ποθώ, επιζητώ
2. μελετώ, έχω σκοπό, προτίθεμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει πιθ. την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα ( mō-) της ΙΕ ρίζας me- «επιθυμώ σφοδρά» και συνδέεται με τα ρ. μαίομαι και μαιμῶ, -άω «επιθυμώ, λαχταρώ»].