ναυτοδίκης

From LSJ
Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

ο (Α ναυτοδίκης)
νεοελλ.
αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού ο οποίος είναι μέλος του ναυτοδικείου
αρχ.
στον πληθ. οἱ ναυτοδίκαι
δικαστές οι οποίοι εκλέγονταν τον μήνα Γαμηλιώνα και ήταν αρμόδιοι για την εκδίκαση ναυτικών υποθέσεων και ιδίως αυτών που σχετίζονταν με το εμπόριο, ενώ στην αρμοδιότητά τους ανήκαν και οι εγκλήσεις κατά τών μη γνήσιων πολιτών, οι οποίες λέγονταν γραφαὶ ξενίας και γραφαὶ δωροξενίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + -δίκης (< δίκη), πρβλ. ειρηνο-δίκης].