οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
νηκτήρ: -ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., μεταγεν.
νηκτήρ, ὁ (Α) νήκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νηκ- του νήχω «κολυμπώ» + επίθημα -τήρ (πρβλ. δεκ-τήρ)].