νεφοφανής
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
νεφοφανής, -ές (Α)
αυτός που φαίνεται σαν σύννεφο, που μοιάζει με νέφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. νεκρο-φανής].