νηποινεί

From LSJ
Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηποινεί Medium diacritics: νηποινεί Low diacritics: νηποινεί Capitals: ΝΗΠΟΙΝΕΙ
Transliteration A: nēpoineí Transliteration B: nēpoinei Transliteration C: nipoinei Beta Code: nhpoinei/

English (LSJ)

Adv. of sq.,

   A with impunity, esp. in phrase νηποινεὶ τεθνάναι, SIG194.10 (Amphipolis, iv B.C.), Lexap.And.1.95, Lexap.D.23.60, cf. Pl.Lg.874c; ν. ἀποκτείνειν (v.l. νήποινα) X.Hier.3.3.

French (Bailly abrégé)

adv.
impunément.
Étymologie: νήποινος.

Greek Monolingual

νηποινεί και νηποινί (Α)
επίρρ. χωρίς τιμωρία, ατιμώρητα, ατιμωρητί («τοὺς μοιχοὺς νομίζουσι πολλαὶ τῶν πόλεων νηποινεὶ ἀποκτείνειν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήποινος + επιρρμ. κατάλ. -εί / ί (πρβλ. αθε-εί, κληρωτ-ί)].