ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death
νηπιόβουλος: -ον, ὁ νήπια φρονῶν, Κ. Μανασσ. Χρον. 6176.
νηπιόβουλος, -ον (Μ)αυτός που σκέπτεται ανόητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος «μωρός, ανόητος» + -βουλος (< βουλή «σκέψη»), πρβλ. θεόβουλος, μεγαλό-βουλος].