νίκαμα
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
νίκαμα: νίκη, Ἐπιγραφ. Χερσον. Ι, α, C. GD 3087, 26.
νίκαμα, τὸ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. νίκημα.