ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
το
1. η πρώτη άροση χέρσου αγρού, το νιά(σ)μα
2. (γενικά) άροση, όργωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεάσ-ιμο < νεῶ (Ι) «πρωτοκαλλιεργώ»].