νοστιμάδα

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

Greek Monolingual

η (Μ νοστιμάδα)
ευχάριστη γεύση, νοστιμιά («το αλάτι δίνει νοστιμάδα στα φαγητά»)
νεοελλ.
θελκτικότητα και χάρη, κομψότητα
μσν.
μτφ. ψυχική ή πνευματική ευχαρίστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόστιμος + κατάλ. -άδα (πρβλ. φρονιμ-άδα)].