οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
(I)
και ντα
άκλ. (παιδική λ.) φρ. «θα σε κάνω νταντά» ή «θά σέ κάνω ντα» — θα σέ δείρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.].———————— (II)
η
γυναίκα η οποία έχει αναλάβει τη φροντίδα και περιποίηση βρέφους ή μικρού παιδιού με μισθό, τροφός, παραμάνα, γκουβερνάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dada].