στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Full diacritics: νυκτελεῖν | Medium diacritics: νυκτελεῖν | Low diacritics: νυκτελείν | Capitals: ΝΥΚΤΕΛΕΙΝ |
Transliteration A: nykteleîn | Transliteration B: nyktelein | Transliteration C: nyktelein | Beta Code: nuktelei=n |
ἐν νυκτὶ τελεῖν, Hsch.
νυκτελεῑν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐν νυκτὶ τελεῑν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει διορθωθεί σε νυκτιτελεῖν < νυκτί, δοτ. του νύξ, νυκτός, + τελῶ (πρβλ. νυκτέλιος)].