νυκτολάλημα

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτολάλημα Medium diacritics: νυκτολάλημα Low diacritics: νυκτολάλημα Capitals: ΝΥΚΤΟΛΑΛΗΜΑ
Transliteration A: nyktolálēma Transliteration B: nyktolalēma Transliteration C: nyktolalima Beta Code: nuktola/lhma

English (LSJ)

[λᾰ], ατος, τό,

   A spell for making a woman talk in her sleep, PMag.Lond.121.411.

Spanish

práctica para hacer hablar a alguien en sueños

Greek Monolingual

νυκτολάλημα, τὸ (Α)
μαγική επωδός, ξόρκι που χρησιμοποιείται προκειμένου να αναγκάσει κάποιον, συνήθως γυναίκα, να μιλήσει ενώ κοιμάται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + λάλημα (< λαλῶ)].