παχύτητα

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

η / παχύτης, -ητος, ΝΜΑ παχύς
(για πρόσ. και ζώα) παχυσαρκία, ευσαρκία, πάχος
νεοελλ.-αρχ.
1. το πάχος ενός πράγματος, ο όγκος, το χόντρος
2. (για υγρά) πυκνότητα, η παχιά σύσταση, το παχύρρευστο
3. μτφ. η νωθρότητα στο πνεύμα, ηλιθιότητα, μωρία
νεοελλ.
1. μτφ. νωθρότητα, δυσκινησία στο σώμα
αρχ.
1. (για μαλλιά) πυκνότητα
2. (για υγρά) κατακάθι, ίζημα.