ολιγοχρόνιος

Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ ὀλιγοχρόνιος, -ον, θηλ. και -ία) ολιγόχρονος
αυτός που ζει ή διαρκεί για σύντομο χρονικό διάστημα λιγόχρονος (α. «ἔφη σε ὀλιγοχρόνιον ἔσεσθαι», Ηρόδ.
β. «καὶ πασῶν ὸλιγοχρονιώτεραι τῶν πολιτειῶν εἰσιν ὀλιγαρχία καὶ τυραννίς», Αριστοτ.)
αρχ.
αυτός που γίνεται ή συμβαίνει μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα.