Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.
ὀξυλάλος, -ον (Α)1. αυτός που μιλά γρήγορα, φλύαρος2. ετοιμόλογος.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + λάλος «ομιλητικός, φλύαρος» (πρβλ. ηδυ-λάλος)].