νυχεγρεσία
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
ἡ,
A = νυκτηγρεσία, AP5.263 (Paul. Sil.).
Greek (Liddell-Scott)
νῠχεγρεσία: ἡ, = νυκτηγρεσία, Ἀνθ. Π. 5. 264.
Greek Monolingual
νυχεγρεσία, ἡ (Α)
βλ. νυκτεγερσία.