πατρόπολις
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
εως, ἡ, coined by Antiph. 220 in the line μητρόπολίς ἐστιν οὐχὶ π. πόλις.
German (Pape)
[Seite 536] ἡ, Vaterstadt, Antiphan. bei Ath. III, 100 d; Hesych. erkl. ἡ πατρῴα οἰκία.
Greek (Liddell-Scott)
πατρόπολις: -εως, ἡ, κωμικὴ ἀπομίμησις τοῦ μητρόπολις, μητρόπολίς ἐστιν οὐχὶ πατρόπολις πόλις Ἀντιφάνης ἐν «Φιλομήτορι» 1, ἴδε Meineke.
Greek Monolingual
ἡ, Α
κωμικό λογοπαίγνιο στη λ. μητρόπολις («μητρόπολίς ἐστιν οὐχὶ πατρόπολις πόλις», Αντιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + πόλις.