οχυρωματικός
From LSJ
σοφώτατον χρόνος· ἀνευρίσκει γὰρ πάντα → time is the wisest of all things that are; for it brings everything to light
σοφώτατον χρόνος· ἀνευρίσκει γὰρ πάντα → time is the wisest of all things that are; for it brings everything to light
-ή, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οχύρωση ή αυτός που συντελεί στην οχύρωση («οχυρωματικά έργα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οχύρωμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Β. Σαπουντζάκη].