ορκοδοτώ
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
Greek Monolingual
-έω
δίνω ένορκη διαβεβαίωση, ιδίως ενώπιον δικαστηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όρκος + -δοτώ (< -δότης < δίδωμι), πρβλ. χρησμο-δοτώ].