παλιμφρασία

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531

Greek Monolingual

η
ιατρ. η συνεχής και ακούσια επανάληψη όχι μόνο της ίδιας λέξης ή φράσης αλλά και της ίδιας ομοιοκαταληξίας ή του ίδιου στίχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. palimphrasie (< πάλιν + φράση)].