κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
-ια, -ιο και πιδέξος, -α, -ο, Νεπιδέξιος, ικανός, άξιος. επίρρ...πιδέξια και πηδέξα1. επιδέξια2. κατάλληλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιδέξιος με σίγηση του αρκτικού άτονου ε-].