πεταυριστής
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
German (Pape)
[Seite 605] ὁ, der Seiltänzer, petaurista, Sp.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και πετευριστής Α πεταυρίζω / πετευρίζομαι]
ακροβάτης που εκτελούσε ασκήσεις ή χόρευε πάνω σε πέταυρο.