ποδαράκι

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319

Greek Monolingual

το, Ν ποδάρι
1. μικρό πόδι
2. (θωπ.) χαριτωμένο ή αγαπημένο πόδι
3. πληθ. τα ποδαράκια
πόδια προβάτων και γιδιών κομμένα από την τελευταία άρθρωση, γδαρμένα και καθαρισμένα.