ποδαράκι

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Greek Monolingual

το, Ν ποδάρι
1. μικρό πόδι
2. (θωπ.) χαριτωμένο ή αγαπημένο πόδι
3. πληθ. τα ποδαράκια
πόδια προβάτων και γιδιών κομμένα από την τελευταία άρθρωση, γδαρμένα και καθαρισμένα.