ποτό Search Google

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source

Greek Monolingual

το / ποτόν, ΝΜΑ
1. καθετί που πίνεται («σιτία καὶ ποτά», Πλάτ.)
νεοελλ.
οινοπνευματώδες ή αναψυκτικό παρασκεύασμα
αρχ.
πόσιμο νερόΣπερχειός ἄρδει πεδίον εὐμενεῑ ποτῷ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του ρημ. επιθ. ποτός.