Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
το / ποτόν, ΝΜΑ
1. καθετί που πίνεται («σιτία καὶ ποτά», Πλάτ.)
νεοελλ.
οινοπνευματώδες ή αναψυκτικό παρασκεύασμα
αρχ.
πόσιμο νερό («Σπερχειός ἄρδει πεδίον εὐμενεῑ ποτῷ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του ρημ. επιθ. ποτός.