ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
το / ποτόν, ΝΜΑ
1. καθετί που πίνεται («σιτία καὶ ποτά», Πλάτ.)
νεοελλ.
οινοπνευματώδες ή αναψυκτικό παρασκεύασμα
αρχ.
πόσιμο νερό («Σπερχειός ἄρδει πεδίον εὐμενεῑ ποτῷ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του ρημ. επιθ. ποτός.