πανευτυχής
From LSJ
German (Pape)
[Seite 459] ές, sehr glücklich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνευτῠχής: -ές, πάνυ εὐτυχής, Ἄννα Κομν. σ. 94Β, κλ.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜ
πολύ ευτυχισμένος, ευτυχέστατος, πανευδαίμων.
[Seite 459] ές, sehr glücklich, Sp.
πᾰνευτῠχής: -ές, πάνυ εὐτυχής, Ἄννα Κομν. σ. 94Β, κλ.
-ές, ΝΜ
πολύ ευτυχισμένος, ευτυχέστατος, πανευδαίμων.