πολυδωρία
From LSJ
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
ἡ,
A open-handedness, X.Cyr.8.2.7, Poll.3.118.
German (Pape)
[Seite 662] ἡ, das Vielschenken, die Freigebigkeit, Xen. Cyr. 8, 2, 7.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠδωρία: ἡ, ἐλευθεριότης, γενναιοδωρία, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 7, Πολυδ. Γ΄, 118.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
grande libéralité, munificence.
Étymologie: πολύδωρος.
Greek Monolingual
η, ΝΑ πολύδωρος
γενναιοδωρία.