ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood
ὀμιχλοειδής και ὁμιχλοειδής, -ές (Α)αυτός που μοιάζει με ομίχλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμίχλη + συνδετικό φωνήεν -ο- + -ειδής].