Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πειραματικός

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πείραμα, αυτός που γίνεται ή ενεργεί με πειράματα, δοκιμαστικός
2. φρ. α) «πειραματικές επιστήμες» — οι επιστήμες που χρησιμοποιούν κυρίως το πείραμα για να αποδείξουν τις υποθέσεις ή τους νόμους τους ή για να συγκροτήσουν τις θεωρίες τους
β) «πειραματική μουσική» — η ηλεκτροακουστική και ηλεκτρονική και, γενικά, η λεγόμενη «πρωτοποριακή» μουσική
γ) «πειραματική ομάδα»
(ζωολ.-κοινων.-ψυχολ.) ομάδα ατόμων η οποία, στα πλαίσια μιας επιστημονικής έρευνας, υποβάλλεται σε ελεγχόμενες συνθήκες που κρίνει αναγκαίες ο πειραματιστής προκειμένου να ελέγξει την επίδραση ορισμένων παραγόντων στη συμπεριφορά τών μελών της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πείραμα, -ατος + κατάλ. -ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ν. Θεοτόκη].