παπαβερώδη

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

τα
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που περιλαμβάνει 640 είδη κατανεμημένα σε τρεις οικογένειες, από τις οποίες οι παπαβερίδες είναι από τις σημαντικότερες οικογένειες που παράγουν φαρμακευτικές ουσίες, με σπουδαιότερο γένος το παπάβερ.