περιζήτητος

Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός για τον οποίο υπάρχει μεγάλη ζήτηση, είτε γιατί είναι πολύ σπάνιος είτε γιατί είναι πολύ σημαντικός ή αγαπητός (α. «περιζήτητο βιβλίο» β. «περιζήτητος τεχνίτης» γ. περιζήτητος σε συντροφιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιζητῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκαρλάτου Βυζαντίου].