ποιμενισμός

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
φρ. «ποιμενισμός ημιμόνιμος»
(κοινων.) όρος που αναφέρεται σε έναν τρόπο ζωής με έκδηλα χαρακτηριστικά την εποχική μετακίνηση τών κοπαδιών και τον συνδυασμό της γεωργίας και της κτηνοτροφίας για την εξασφάλιση τών αναγκαίων μέσων συντήρησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμήν, -μένος + -ισμός].