νυκτοκόραξ
From LSJ
Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit
Greek (Liddell-Scott)
νυκτοκόραξ: νυκτικόραξ, Ἡσύχ. ἐν λ. στρίγλος.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ νυκτοκόραξ)
βλ. νυχτοκόρακας.