νυχτοκόρακας
From LSJ
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
Greek Monolingual
και νυκτοκόραξ και νυκτικόραξ, ο (ΑΜ νυκτικόραξ και νυκτοκόραξ, -ακος, Μ και νυκτοκόρακας)
είδος ερωδιού, πτηνού που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη τών πελαγομόρφων («τῶν νυκτερινῶν ἔνιοι γαμψώνυχές εἰσιν, οἷον νυκτικόραξ, γλαῡξ, βύας», Αριστοτ.)
μσν.
το πτηνό γλαύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. νυκτικόραξ < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + κόραξ. Το νεοελλ. νυχτοκόρακας / νυκτοκόραξ < αρχ. νυκτικόραξ με συνδετικό φωνήεν -ο-].