νυκτικόραξ

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐκόραξ Medium diacritics: νυκτικόραξ Low diacritics: νυκτικόραξ Capitals: ΝΥΚΤΙΚΟΡΑΞ
Transliteration A: nyktikórax Transliteration B: nyktikorax Transliteration C: nyktikoraks Beta Code: nuktiko/rac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ, = ὦτος, long-eared owl, Arist.HA592b9, 597b23, 619b18, LXX Ps.101 (102). 6, al., Str.17.2.4, Zopyr. ap. Orib.14.45.4, Gal.12.801, Ant. Lib.15.4; ν. ᾄδει θανατηφόρον AP11.186 (Nicarch.).

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
corbeau de nuit, sorte de chouette, oiseau.
Étymologie: νύξ, κόραξ.

German (Pape)

ακος, ὁ, der Nachtrabe; Nicarch. 32 (XI.186); Arist. H.A. 8.3.

Russian (Dvoretsky)

νυκτῐκόραξ: ᾰκος ὁ «ночной ворон»:
1 предполож. ночная цапля (Ardea nycticorax) Arst., Anth.;
2 ушастая сова Arst.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτῐκόραξ: -ᾰκος, ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «νυχτοκόρακας», Ardea nycticorax, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8 3, 2· ἡ τραχεῖα καὶ κακόηχος αὐτοῦ κραυγὴ μνημονεύεται ἐν Ἀνθ. Π. 11. 186. ΙΙ. ὡσαύτως ὄνομα διδόμενον εἰς τὸν ὦτον, τὸν κοινῶς λεγόμενον «μποῦφον», Ἀριστ. π. τὰ Ἱστ. 8. 12, 12, πρβλ. 9. 34, 1.

Spanish

lechuza

Greek Monolingual

ο (ΑΜ νυκτικόραξ)
βλ. νυχτοκόρακας.

Greek Monotonic

νυκτῐκόραξ: -ᾰκος, ὁ, νυχτοκόρακας, είδος πτηνού, σε Ανθ.

Middle Liddell

νυκτῐ-κόραξ, ακος,
the night-raven, Anth.

Léxico de magia

lechuza λαβὼν δὲ μετὰ ταῦτα νυκτικόρακος χολὴν, ἀπ' αὐτῆς ἐγχρίου πτερῷ ἴβεως τοὺς ὀφθαλμούς σου toma después de esto hiel de una lechuza y úngete los ojos con el ala de un ibis P IV 46 P IV 48